χαλκόδετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκόδετος < αρχαία ελληνική χαλκόδετος, μορφολογικά αναλύεται χαλκό- + -δετος
Επίθετο
επεξεργασίαχαλκόδετος
- ο συνδεδεμένος με χάλκινα ελάσματα, ο στερεωμένος με χαλκό (π.χ. χειροτεχνήματα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκόδετος
|
---
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαλκόδετος, -ος, -ον
- που είναι κοσμημένος με χαλκό
- που είναι ενισχυμένος, στερεωμένος με χαλκό, που έχει χάλκινα ελάσματα
- χαλκόδετος σάκη, χαλκόδετοι κοτύλαι, αὐλαί, χαλκόδετα ἔμβολα