Ετυμολογία

επεξεργασία

δέω (ενεργητική φωνή ενεστώτα μόνο στο γ' πρόσωπο)  δείτε τη λέξη δει

  1.  δείτε τη λέξη πρέπει
  2. μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό  δείτε τη λέξη εδέησα
  3. καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
      επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
  4. (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
      εδέησε να βρέξει



Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δέω < λείπει η ετυμολογία

Παράγωγα

επεξεργασία