δέω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέω < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
δέω (ενεργητική φωνή ενεστώτα μόνο στο γ' πρόσωπο) → δείτε τη λέξη δει
- → δείτε τη λέξη πρέπει
- μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό → δείτε τη λέξη εδέησα
- καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
- ↪ επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
- (στο γ' πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
- ↪ εδέησε να βρέξει
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- δέω < → λείπει η ετυμολογία
- σημασία «δένω» → ζητούμενο λήμμα
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- δέω < → λείπει η ετυμολογία
- σημασία «έχω ανάγκη, χρειάζομαι» → ζητούμενο λήμμα
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δέω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δέω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.