Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδέχομαι < αρχαία ελληνική καταδέχομαι < κατά + δέχομαι

καταδέχομαι (αποθετικό ρήμα), , πρτ.: καταδεχόμουν, στ.μέλλ.: θα καταδεχτώ, αόρ.: καταδέχτηκα

  1. δέχομαι να κάνω κάτι που ταιριάζει σε θέση κατώτερη από αυτήν που έχω ή θεωρώ ότι μου αξίζει
    Για δες την κόμισσα! Δεν καταδέχεται ούτε το πιάτο της να σηκώσει από το τραπέζι
  2. δέχομαι να έρθω σε επαφή με άλλους ανθρώπους
    Από τότε που κέρδισε το λαχείο ο Γιωργάκης, δεν μας καταδέχεται πια ...
    Μπα! Τρία χρόνια είχαμε να σε δούμε. Πώς και μας καταδέχτηκες;

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Το ρήμα αυτό συχνά χρησιμοποιείται με αρνητική ή ειρωνική σημασία ή σε αρνητικές προτάσεις. Αντίθετα, η παράγωγη λέξη καταδεκτικός λέγεται με θετική σημασία.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία