καταδεχτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καταδεχτικότητα < καταδεχτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταδεχτικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταδεχτικότητα
|