Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταδεκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Συγγενικά
1.2.5
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταδεκτικ
ός
η
καταδεκτικ
ή
το
καταδεκτικ
ό
γενική
του
καταδεκτικ
ού
της
καταδεκτικ
ής
του
καταδεκτικ
ού
αιτιατική
τον
καταδεκτικ
ό
την
καταδεκτικ
ή
το
καταδεκτικ
ό
κλητική
καταδεκτικ
έ
καταδεκτικ
ή
καταδεκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταδεκτικ
οί
οι
καταδεκτικ
ές
τα
καταδεκτικ
ά
γενική
των
καταδεκτικ
ών
των
καταδεκτικ
ών
των
καταδεκτικ
ών
αιτιατική
τους
καταδεκτικ
ούς
τις
καταδεκτικ
ές
τα
καταδεκτικ
ά
κλητική
καταδεκτικ
οί
καταδεκτικ
ές
καταδεκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταδεκτικός
<
ελληνιστική κοινή
καταδεκτικός
<
αρχαία ελληνική
καταδέχομαι
Επίθετο
επεξεργασία
καταδεκτικός
που
καταδέχεται
ή
αποδέχεται
άλλους
Άλλες μορφές
επεξεργασία
καταδεχτικός
Συνώνυμα
επεξεργασία
ευγενής
προσιτός
συγκαταβατικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακατάδεκτος
αλαζονικός
ξιπασμένος
υπεροπτικός
ψωροπερήφανος
Συγγενικά
επεξεργασία
καταδεκτικά
/
καταδεχτικά
καταδεκτικότητα
/
καταδεχτικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταδεκτικός
αγγλικά
:
congenial
(en)
γαλλικά
:
affable
(fr)
,
compréhensif
(fr)