αλαζονικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλαζονικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλαζονικός (κομπορρήμονας)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.la.zo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐ζο‐νι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αλαζονικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζει ή ταιριάζει με τον αλαζόνα, αυτόν που αντιμετωπίζει τον κόσμο με υπερβολική περηφάνια για τον εαυτό του και περιφρόνηση για άλλους, που τους θεωρεί κατώτερους
- ※ Ο τηλεοπτικός δρ Χάουζ είναι προκλητικός, κυνικός, με δύσκολο, απότομο χαρακτήρα, συχνά αλαζονικός και πάντα ευφυέστατος. (Τα Νέα, Ο καταθλιπτικός δρ Χάουζ, 18 Φεβρουαρίου 2009)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αλαζόνας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ αλαζονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.