περιφρόνηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιφρόνηση | οι | περιφρονήσεις |
γενική | της | περιφρόνησης* | των | περιφρονήσεων |
αιτιατική | την | περιφρόνηση | τις | περιφρονήσεις |
κλητική | περιφρόνηση | περιφρονήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφρονήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιφρόνηση < (ελληνιστική κοινή) περιφρόνησις < αρχαία ελληνική περιφρονέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριφρόνηση θηλυκό
- η αδιαφορία και η απαξιωτική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι που θεωρείται ότι δεν αξίζει το ενδιαφέρον μας ή το σεβασμό μας
- η έμπρακτη έλλειψη σεβασμού απέναντι σε κάποιον ή κάτι
- ο μάρτυρας παραπέμφθηκε για περιφρόνηση του δικαστηρίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιφρόνηση
|