Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιφρόνηση οι περιφρονήσεις
      γενική της περιφρόνησης* των περιφρονήσεων
    αιτιατική την περιφρόνηση τις περιφρονήσεις
     κλητική περιφρόνηση περιφρονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιφρονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιφρόνηση < (ελληνιστική κοινή) περιφρόνησις < αρχαία ελληνική περιφρονέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιφρόνηση θηλυκό

  1. η αδιαφορία και η απαξιωτική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι που θεωρείται ότι δεν αξίζει το ενδιαφέρον μας ή το σεβασμό μας
  2. η έμπρακτη έλλειψη σεβασμού απέναντι σε κάποιον ή κάτι
    ο μάρτυρας παραπέμφθηκε για περιφρόνηση του δικαστηρίου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία