Ετυμολογία

επεξεργασία

περιφρονώ

  1. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που αποδοκιμάζω ηθικά
  2. αισθάνομαι ή/και δείχνω περιφρόνηση για κάτι ή κάποιον που θεωρώ κατώτερό μου· αγνοώ, σνομπάρω
  3. δείχνω περιφρόνηση για όρους, νόμους, ρυθμίσεις, συμφωνίες· αγνοώ· αψηφώ

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Απαντά και λαϊκός τύπος προστακτικής ενεστώτα: περιφρόνα

Μεταφράσεις

επεξεργασία