Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σνομπάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σνομπάρω
<
σνομπ
+
-άρω
<
αγγλικά
snob
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
snoˈba.ɾo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
σνο‐μπά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασία
σνομπάρω
(
προφορικό
)
φέρομαι
με
σνομπ
,
υπεροπτικό
τρόπο
(
γενικότερα
)
αγνοώ
κάποιον
, δε του
δίνω
σημασία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
σνομπ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σνομπάρω
γαλλικά
:
jouer
(fr)
au
snob
(fr)
,
snober
(fr)