Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρω < αρχαία ελληνική φέρομαι

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

φέρομαι, μτχ.π.ε.: φερόμενος, π.αόρ.: φέρθηκα, μτχ.π.π.: φερμένος, (ενεργ.: φέρω)

  1. παθητικές σημασίες του φέρω
  2. συμπεριφέρομαι (και φέρνομαι)
    να φέρεσαι με σεβασμό στους ηλικιωμένους
  3. θεωρούμαι
    τρία άτομα φέρονται ως αγνοούμενοι μετά το τραγικό ατύχημα
    ο φερόμενος ως δράστης αρνείται όλες τις κατηγορίες

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη φέρω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

φέρομαι