Δείτε επίσης: ἀγνοῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγνοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνοῶ, συνηρημένος τύπος του ἀγνοέω < ἀ- στερητικό + μεταπτωτική βαθμίδα γνο- (όπως π.χ. στο ρήμα γιγνώσκω).[1] Δεν σχετίζεται με το ἁγνός
σημασία: «παραβλέπω, υποτιμώ» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική ignore [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.γnoˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γνο‐ώ

αγνοώ παθητικό αγνοούμαι, μετοχή παθητικού ενεστώτα: αγνοούμενος, μετοχή παθητικού παρακειμένου αγνοημένος

  1. δεν γνωρίζω ένα θέμα
    αγνοούσε ακόμη και τις πιο βασικές έννοιες για το θέμα
    αγνοείται η τύχη των ναυαγών
  2. δεν δίνω σημασία σε κάποιον, περιφρονώ
    με συναντάει στο δρόμο και με αγνοεί, κάνει ότι δεν με βλέπει
  3. παραβλέπω δεν δίνω σημασία σε κάτι (όχι απαραιτήτως υποτιμητικά), δεν μεταβάλλω τις ενέργειές μου
    Αγνοώ τα μικρά λάθη ορθογραφίας στην έκθεσή σου. Τα ξεχνάω και σου βάζω καλό βαθμό.
  4. → και δείτε το παθητικό  αγνοούμαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. αγνοώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας