παραθετικά
θετικός ignorant
συγκριτικός more ignorant
υπερθετικός most ignorant

ignorant (en)

  1. (κακόσημο) αδαής, αμόρφωτος, που δεν είναι μορφωμένος και άρα κάπως χαζός
      He talks about the topic, but he is ignorant and doesn’t understand.
    Μιλάει για το θέμα, αλλά είναι αδαής και δεν καταλαβαίνει.
      No one can answer with certainty and anyone who does is either lying or ignorant.
    Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα και όποιος το κάνει, ψεύδεται ή είναι αδαής.
      Don’t argue with him; he is ignorant and doesn’t listen to reasoned arguments.
    Μη συζητάς μαζί του, είναι αμόρφωτος και δεν ακούει λογικά επιχειρήματα.
  2. ανίδεος, αδαής, απληροφόρητος, που δεν έχει γνώσεις ή πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πράγμα
      Don’t blame him; he is ignorant of the company’s rules.
    Μην τον κατηγορείς, είναι ανίδεος για τους κανόνες της εταιρείας.
      He is completely ignorant of what is happening in the world.
    Είναι τελείως ανίδεος για το τι συμβαίνει στον κόσμο.
      I knew nothing about the matter; I was ignorant.
    Δεν ήξερα τίποτα για το θέμα, ήμουν ανίδεος.
      Know-it-alls are more dangerous than ignorant people.
    Οι ημιμαθείς άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους ανίδεους.
      When it comes to finances, I am completely ignorant.
    Στα οικονομικά είμαι τελείως αδαής.
      People were ignorant about/to the latest developments.
    Ο κόσμος ήταν απληροφόρητος για τις τελευταίες εξελίξεις.
  3. (ανεπίσημο, κακόσημο) αμόρφωτος, άξεστος, κακός ως προς τη συμπεριφορά
      His behavior shows how ignorant he is.
    Η συμπεριφορά του δείχνει πόσο αμόρφωτος είναι.
      He is so ignorant; he doesn’t know how to behave.
    Είναι τόσο άξεστος, δεν ξέρει πώς να συμπεριφέρεται.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία