ignorant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | ignorant |
συγκριτικός | more ignorant |
υπερθετικός | most ignorant |
Επίθετο
επεξεργασία
ignorant (en)
- (κακόσημο) αδαής, αμόρφωτος, που δεν είναι μορφωμένος και άρα κάπως χαζός
- ⮡ He talks about the topic, but he is ignorant and doesn’t understand.
- Μιλάει για το θέμα, αλλά είναι αδαής και δεν καταλαβαίνει.
- ⮡ No one can answer with certainty and anyone who does is either lying or ignorant.
- Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα και όποιος το κάνει, ψεύδεται ή είναι αδαής.
- ⮡ Don’t argue with him; he is ignorant and doesn’t listen to reasoned arguments.
- Μη συζητάς μαζί του, είναι αμόρφωτος και δεν ακούει λογικά επιχειρήματα.
- ⮡ He talks about the topic, but he is ignorant and doesn’t understand.
- ανίδεος, αδαής, απληροφόρητος, που δεν έχει γνώσεις ή πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πράγμα
- ⮡ Don’t blame him; he is ignorant of the company’s rules.
- Μην τον κατηγορείς, είναι ανίδεος για τους κανόνες της εταιρείας.
- ⮡ He is completely ignorant of what is happening in the world.
- Είναι τελείως ανίδεος για το τι συμβαίνει στον κόσμο.
- ⮡ I knew nothing about the matter; I was ignorant.
- Δεν ήξερα τίποτα για το θέμα, ήμουν ανίδεος.
- ⮡ Know-it-alls are more dangerous than ignorant people.
- Οι ημιμαθείς άνθρωποι είναι πιο επικίνδυνοι από τους ανίδεους.
- ⮡ When it comes to finances, I am completely ignorant.
- Στα οικονομικά είμαι τελείως αδαής.
- ⮡ People were ignorant about/to the latest developments.
- Ο κόσμος ήταν απληροφόρητος για τις τελευταίες εξελίξεις.
- ⮡ Don’t blame him; he is ignorant of the company’s rules.
- (ανεπίσημο, κακόσημο) αμόρφωτος, άξεστος, κακός ως προς τη συμπεριφορά
- ⮡ His behavior shows how ignorant he is.
- Η συμπεριφορά του δείχνει πόσο αμόρφωτος είναι.
- ⮡ He is so ignorant; he doesn’t know how to behave.
- Είναι τόσο άξεστος, δεν ξέρει πώς να συμπεριφέρεται.
- ⮡ His behavior shows how ignorant he is.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη foolish