ignorant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαignorant (en)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ignorant < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ignorant | ignorants |
θηλυκό | ignorante | ignorantes |
ignorant (fr)