ενεστώτας ignore
γ΄ ενικό ενεστώτα ignores
αόριστος ignored
παθητική μετοχή ignored
ενεργητική μετοχή ignoring

ignore (en)

  • αγνοώ, εκούσια δεν δίνω προσοχή σε κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία