Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ignorance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η άγνοια, η αμάθεια
    Ignorance of the law is no excuse.
    Δεν συγχωρείται άγνοια νόμου.
    I am in complete ignorance of his plans.
    Έχω τέλεια άγνοια των σχεδίων του.
    They exploit people’s ignorance.
    Εκμεταλλεύονται την αμάθεια του κόσμου.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ignorance ignorances

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ignorance (fr) θηλυκό