κακός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
κακός < αρχαία ελληνική κακός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kak- (κακός)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κακός -ή -ό συγκριτικός: χειρότερος, υπερθετικός: χείριστος, κάκιστος
- που δεν αναγνωρίζεται ως χρήσιμος, ωφέλιμος, που προκαλεί την αποδοκιμασία για το ήθος και την ποιότητά του.
- που δεν έχει καλούς σκοπούς, που έχει πονηρές προθέσεις και κίνητρα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- κακοήθης
- κακάσχημος
- κακοντυμένος
- → δείτε τη λέξη κακο-
Κακομαθημένος