Δείτε επίσης: Χείρων
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χείρων τὸ χεῖρον
      γενική τοῦ/τῆς χείρονος τοῦ χείρονος
      δοτική τῷ/τῇ χείρον τῷ χείρον
    αιτιατική τὸν/τὴν χείρον - χείρω τὸ χεῖρον
     κλητική ! χεῖρον χεῖρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χείρονες - χείρους τὰ χείρον - χείρω
      γενική τῶν χειρόνων τῶν χειρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς χείροσῐ(ν) τοῖς χείροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς χείρονᾰς - χείρους τὰ χείρον - χείρω
     κλητική ! χείρονες - χείρους χείρον - χείρω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χείρονε τὼ χείρονε
      γεν-δοτ τοῖν χειρόνοιν τοῖν χειρόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χείρων < σχετίζεται με τα χειρόω και χέρης

  Επίθετο

επεξεργασία

χείρων, -ων, χεῖρον

  1. συγκριτικός βαθμός του κακός, χειρότερος, ευτελέστερος, πιο φαύλος, κατώτερης αξίας, ποιότητας για αντικείμενα, γενικά υποδεέστερος σε κάτι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 575
    “Ἀντίλοχον ψεύδεσσι βιησάμενος Μενέλαος
    οἴχεται ἵππον ἄγων, ὅτι οἱ πολὺ χείρονες ἦσαν
    ἵπποι, αὐτὸς δὲ κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε.”
    «Μὲ ψέματα ὁ Μενέλαος ἐπῆρε τὴν φοράδα
    τοῦ Ἀντιλόχου, ἂν κι εἶχε αὐτὸς χειρότερους τοὺς ἵππους,
    ἀλλ’ εἶναι αὐτὸς ἀνώτερος πολὺ στὸ μεγαλεῖον».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. σφοδρότερος, βαρύτερος, σοβαρότερος
    ⮡  χείρονος μοίρας, νόσου, τιμωρίας

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία