Δείτε επίσης: Χείρων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χείρων < συγγενές του χειρόω και του επιθέτου χέρης που σήμαινε ελάττωση

  Επίθετο επεξεργασία

χείρων, χείρων, χεῖρον, συγκριτικός βαθμός του κακός, με υπερθετικό χείριστος, -ίστη, -ον

  1. χειρότερος, ευτελέστερος, πιο φαύλος, κατώτερης αξίας, ποιότητας για αντικείμενα, γενικά υποδεέστερος σε κάτι
    χείρων ζωγράφος, δημιουργός, εἰς σοφίαν, εἰς τὴν ἀρετήν, πρὸς ἀλήθειαν, τὰ πολεμικά, τὴν ψυχήν, τὴν διάνοιαν κ.λπ.
  2. σφοδρότερος, βαρύτερος, σοβαρότερος
    χείρονος μοίρας, νόσου, τιμωρίας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία