χεῖρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχεῖρον (ο πληθ. συχνά χείρω αντί χείρονα)
- ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που συνήθως χρησιμοποιείται εμπρόθετο και σημαίνει χειρότερα, ότι κάτι πάει χειρότερα
- ἐπί τό χεῖρον, πρός τό χεῖρον, κατά, ἐπί τά χείρω ἰέναι
- ἐπεί μέντοι Κῦρος ἐτελεύτησεν, εὐθύς μέν αὐτοῦ οἱ παῖδες ἐστασίαζον, εὐθύς δέ πόλεις καί ἔθνη ἀφίσταντο, πάντα δ᾽ ἐπί τό χεῖρον ἐτρέποντο :... και όλα πήγαιναν προς το χειρότερο, και γενικά όλα πήραν άσχημη τροπή
Αντώνυμα
επεξεργασία- ἐπί τό βέλτιον
Εκφράσεις
επεξεργασία- οὐ χεῖρον (ενν. το εστί): δεν θα ήταν άσχημα να...
- τά χερείονα (από τον επικό τύπο) και τα χείρω: η χειρότερη δυνατόν συμβουλή <που θα μπορούσε να δώσει κανείς>
Επίρρημα
επεξεργασίαχεῖρον (συγκριτικός του κακῶς με υπερθετικό το χείριστα)
- οὔκουν χρὴ, οὔτε τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύῳ πιστεύσαντας, χεῖρον βουλεύσασθαι: δεν πρέπει να αποφασίσουμε λανθασμένα, εξαιτίας κάποιας πεποίθησης για την αποτελεσματικότητα της θανατικής ποινής (Θουκ. "Πελοπον. Πόλεμος, 3.44)
- ἀναγκαῖον περὶ τῆς ἐμῆς διαβολῆς πρῶτον ἐς ὑμᾶς εἰπεῖν, ἵνα μὴ χεῖρον τὰ κοινὰ τῷ ὑπόπτῳ μου ἀκροάσησθε : πρέπει πρώτα να σας μιλήσω για την εναντίον μου διαβολή, ούτως ώστε να μην είστε αρνητικά διακείμενοι ακούγοντας ό,τι πω για τα δημόσια ζητήματα (Θουκ. Πελοπ. Πόλεμ. 6.89)
- φυλακάς χείρον φυλαττομένας : που δεν φυλάσσονται καλά, που φυλάσσονται άσχημα (Ξενοφώντας)