διαβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβολή | οι | διαβολές |
γενική | της | διαβολής | των | διαβολών |
αιτιατική | τη | διαβολή | τις | διαβολές |
κλητική | διαβολή | διαβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβολή. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + βολή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.voˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐βο‐λη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβολή θηλυκό
- η ψευδής κατηγορία, η συκοφαντία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- διαβολή στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαβολή | αἱ | διαβολαί |
γενική | τῆς | διαβολῆς | τῶν | διαβολῶν |
δοτική | τῇ | διαβολῇ | ταῖς | διαβολαῖς |
αιτιατική | τὴν | διαβολήν | τὰς | διαβολᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διαβολή | διαβολαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαβολᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαβολαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαβολή θηλυκό
- η συκοφαντία, δυσφήμιση
- ※ Δεινόν γε ἡ ἄγνοια καὶ πολλῶν κακῶν ἀνθρώποις αἰτία, ὥσπερ ἀχλύν τινα καταχέουσα τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀμαυροῦσα καὶ τὸν ἑκάστου βίον ἐπηλυγάζουσα. ἐν σκότῳ γοῦν πλανωμένοις πάντες ἐοίκαμεν, μᾶλλον δὲ τυφλοῖς ὅμοια πεπόνθαμεν, τῷ μὲν προσπταίοντες ἀλόγως, τὸ δὲ ὑπερβαίνοντες, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ μὲν πλησίον καὶ παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες, τὸ δὲ πόῤῥω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες. Λουκιανός (125‑180), Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή.
- → λείπει η μετάφραση
- ※ Δεινόν γε ἡ ἄγνοια καὶ πολλῶν κακῶν ἀνθρώποις αἰτία, ὥσπερ ἀχλύν τινα καταχέουσα τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἀλήθειαν ἀμαυροῦσα καὶ τὸν ἑκάστου βίον ἐπηλυγάζουσα. ἐν σκότῳ γοῦν πλανωμένοις πάντες ἐοίκαμεν, μᾶλλον δὲ τυφλοῖς ὅμοια πεπόνθαμεν, τῷ μὲν προσπταίοντες ἀλόγως, τὸ δὲ ὑπερβαίνοντες, οὐδὲν δέον, καὶ τὸ μὲν πλησίον καὶ παρὰ πόδας οὐχ ὁρῶντες, τὸ δὲ πόῤῥω καὶ πάμπολυ διεστηκὸς ὡς ἐνοχλοῦν δεδιότες. Λουκιανός (125‑180), Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή.
- έριδα, εχθρότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαβολή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβολή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.