έριδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | έριδα | έριδες |
γενική | έριδας | ερίδων & έριδων |
αιτιατική | έριδα | έριδες |
κλητική | έριδα | έριδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έριδα < καθαρεύουσα έρις < αρχαία ελληνική ἔρις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έριδα θηλυκό
- βίαιη και διαρκής διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων που τα σπρώχνει στην έχθρα και στο μίσος
Επεξεργασία
- ερίζω
- εριστικά (καθαρεύουσα: εριστικώς)
- εριστικός
- συνερίζομαι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- έριδα στη Βικιπαίδεια