ασυμφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασυμφωνία < αρχαία ελληνική ἀσυμφωνία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siɱ.foˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασυμφωνία θηλυκό
- ανομοιότητα, διαφορά
- (μουσ.) έλλειψη αρμονίας
- έλλειψη συμφωνίας
- χώρισαν λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυμφωνία