Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύμφωνος η ασύμφωνη το ασύμφωνο
      γενική του ασύμφωνου της ασύμφωνης του ασύμφωνου
    αιτιατική τον ασύμφωνο την ασύμφωνη το ασύμφωνο
     κλητική ασύμφωνε ασύμφωνη ασύμφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύμφωνοι οι ασύμφωνες τα ασύμφωνα
      γενική των ασύμφωνων των ασύμφωνων των ασύμφωνων
    αιτιατική τους ασύμφωνους τις ασύμφωνες τα ασύμφωνα
     κλητική ασύμφωνοι ασύμφωνες ασύμφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασύμφωνος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ασύμφωνος

  1. όχι σύμφωνος
  2. που διαφωνεί
  3. ανόμοιος, διαφορετικός
  4. αταίριαστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία