Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταίριαστος η αταίριαστη το αταίριαστο
      γενική του αταίριαστου της αταίριαστης του αταίριαστου
    αιτιατική τον αταίριαστο την αταίριαστη το αταίριαστο
     κλητική αταίριαστε αταίριαστη αταίριαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταίριαστοι οι αταίριαστες τα αταίριαστα
      γενική των αταίριαστων των αταίριαστων των αταίριαστων
    αιτιατική τους αταίριαστους τις αταίριαστες τα αταίριαστα
     κλητική αταίριαστοι αταίριαστες αταίριαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

αταίριαστος < μεσαιωνική ελληνική αταίριαστος α- + ταιριάζω

  Επίθετο επεξεργασία

αταίριαστος, -η, -ο

  1. που δε ταιριάζει
     συνώνυμα: παράταιρος, ασυνταίριαστος
     αντώνυμα: ταιριαστός, ταιριασμένος, συνταιριασμένος
  2. (μεταφορικά) ανάρμοστος
    ※  Ύστερα, ο αταίριαστος γάμος του εξηντάρη λογοτέχνη με μια κοπελίτσα εικοσιέξι χρόνων, με ενόχλησε. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
  3. (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) άφταστος, ασύγκριτος
  4. (σπάνιο) χωρίς ταίρι
     συνώνυμα: αζευγάρωτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία