↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταίριαγος η αταίριαγη το αταίριαγο
      γενική του αταίριαγου της αταίριαγης του αταίριαγου
    αιτιατική τον αταίριαγο την αταίριαγη το αταίριαγο
     κλητική αταίριαγε αταίριαγη αταίριαγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταίριαγοι οι αταίριαγες τα αταίριαγα
      γενική των αταίριαγων των αταίριαγων των αταίριαγων
    αιτιατική τους αταίριαγους τις αταίριαγες τα αταίριαγα
     κλητική αταίριαγοι αταίριαγες αταίριαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αταίριαγος < α- στερητικό + ταιριά(ζω) + -γος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈteɾ.ʝa.ɣos/ όπως η κοινή προφορά
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ταί‐ρια‐γος

  Επίθετο

επεξεργασία

αταίριαγος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ταιριάζω και ταίρι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία