-γος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -γος | η | -γη | το | -γο |
γενική | του | -γου | της | -γης | του | -γου |
αιτιατική | τον | -γο | τη(ν) | -γη | το | -γο |
κλητική | -γε | -γη | -γο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -γοι | οι | -γες | τα | -γα |
γενική | των | -γων | των | -γων | των | -γων |
αιτιατική | τους | -γους | τις | -γες | τα | -γα |
κλητική | -γοι | -γες | -γα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -γος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -γος < θέματα ρημάτων ή μετοχών σε -γ- + -ος [1] [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈxoɾ.ta.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χόρ‐τα‐γος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-γος, -η, -ο
- επίθημα κατάληξης για το σχηματισμό επιθέτων με στερητική σημασία, συχνά με παράλληλο τύπο -τος, -στος (οπότε, λειτουργεί ως αντίθετο των μετοχών σε -μένος)· συχνό σε ιδιώματα
- αχόρταγος (& αχόρταστος) αντίθετο: χορτασμένος
- αχορτάριαγος (& αχορτάριαστος)
- αχιόνιγος (ιδιωματικό, μετοχή χιονιγμένος)
- αχτένιγος (ιδιωματικό < χτενίγουμαι, χτενίζω)
- θέματα με -γ-: άφραγ-ος < (φραγμένος < φραγ- φράζω)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ -γος -γη -γο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Κακριδής, Ιωάννης. «Περί των εις -γος στερητικών επιθέτων της νέας ελληνικής» ἐν ’Αθηνᾷ, Σϋγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις επιστημονικής εταιρείας, 38 (1926) 194‑212 αποσπάσματα@books.google ως 39 (1927)
Ετυμολογία
επεξεργασία- -γος → δείτε -γος
Επίθημα
επεξεργασία-γος
Πηγές
επεξεργασία- Κακριδής, Ιωάννης. «Περί των εις -γος στερητικών επιθέτων της νέας ελληνικής» ἐν ’Αθηνᾷ, Σϋγγραμμα περιοδικόν της εν Αθήναις επιστημονικής εταιρείας, 38 (1926) 194‑212 αποσπάσματα@books.google ως 39 (1927)