Ετυμολογία

επεξεργασία
χορταίνω < μεσαιωνική ελληνική χορταίνω < αρχαία ελληνική χορτάζω (τρέφω) < χόρτος

χορταίνω, πρτ.: χόρταινα, στ.μέλλ.: θα χορτάσω, αόρ.: χόρτασα, μτχ.π.π.: χορτασμένος

  1. (μεταβατικό) προσφέρω σε κάποιον αρκετή τροφή ώστε να μη νιώθει πια το αίσθημα της πείνας
  2. (αμετάβατο) καταναλώνω αρκετή τροφή ώστε να μη νιώθω πια το αίσθημα της πείνας
    δεν θέλω άλλο φαγητό, χόρτασα
    • (με αιτιατική, για να δηλωθεί αυτό που προσφέρει το αίσθημα της ικανοποίησης)
      χόρτασα καλό ψωμί και καλό κρασί αυτές τις δυο μέρες στο χωριό
  3. (μεταφορικά) για να δηλωθεί γενικότερα το αίσθημα της ικανοποίησης, του κορεσμού
    Χορτάσαμε γκολ στο χτεσινό αγώνα. Το τελικό σκορ ήταν 6-6!
    χόρτασε το μάτι μου θάλασσα φέτος το καλοκαίρι
  4. (με άρνηση) για να δηλωθεί με επίταση η συνεχής χαρά που φέρνει κάτι
    δεν χορταίνεις να τον ακούς όταν παίζει μουσική

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά' το: λέγεται συνήθως ειρωνικά σε κάποιον που μας στενοχώρησε
  • αν δεν πεινάσουν οι φτωχοί, οι πλούσιοι δε χορταίνουν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία