Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χορταστικός η χορταστική το χορταστικό
      γενική του χορταστικού της χορταστικής του χορταστικού
    αιτιατική τον χορταστικό τη χορταστική το χορταστικό
     κλητική χορταστικέ χορταστική χορταστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χορταστικοί οι χορταστικές τα χορταστικά
      γενική των χορταστικών των χορταστικών των χορταστικών
    αιτιατική τους χορταστικούς τις χορταστικές τα χορταστικά
     κλητική χορταστικοί χορταστικές χορταστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορταστικός < χορτασ- (< χόρτασ-α, αόριστος του χορταίνω) + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xoɾ.ta.stiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /xoɾ.ta.stiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /xoɾ.ta.stiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

χορταστικός, -ή, -ό

  1. που ικανοποιεί την πείνα κάποιου
  2. που προσφέρει ικανοποίηση κι απόλαυση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία