Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χορτασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Άλλες μορφές
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
χορτασμ
ός
οι
χορτασμ
οί
γενική
του
χορτασμ
ού
των
χορτασμ
ών
αιτιατική
τον
χορτασμ
ό
τους
χορτασμ
ούς
κλητική
χορτασμ
έ
χορτασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χορτασμός
<
(
ελληνιστική κοινή
)
<
αρχαία ελληνική
χορτάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χορτασμός
αρσενικό
η
χόρταση
, ο
κορεσμός
από τροφή ή από
κάλυψη
άλλης
ανάγκης
Ο
θαυματουργικός
χορτασμός
πλέον
των πέντε χιλιάδων
(Ματθ. 14)
Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση, το
ξόδιασμα
της δύναμης, ο
χορτασμός
της
αποθυμιάς
("Ο μονόλογος του Μώμου" Κ. Βάρναλης)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
χόρταση
χόρτασμα
χορτασιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χορτασμός
αγγλικά
:
satiety
(en)
,
satiation
(en)