Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

χόρταση < χορταίνω χορτα- + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χόρταση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία