χόρταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χόρταση θηλυκό
- ο κορεσμός
- δεν είναι και για χόρταση (για κάτι που καλό είναι να προσλαμβάνεται με μέτρο ή σε μικρή ποσότητα ή για κάτι που δεν διατίθεται για μεγάλη κατανάλωση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χόρταση
|