↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορεσμός οι κορεσμοί
      γενική του κορεσμού των κορεσμών
    αιτιατική τον κορεσμό τους κορεσμούς
     κλητική κορεσμέ κορεσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορεσμός < λέξη που φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται το 1897 από την αρχαία ελληνική κορέννυμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.ɾeˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορεσμός αρσενικό

  1. το σημείο που υποδεικνύει ότι κάτι είναι εντελώς γεμάτο
  2. (μεταφορικά) η πλήρης ικανοποίηση μιας επιθυμίας ή ανάγκης
  3. η ένταση και η καθαρότητα ενός χρώματος, πλήρως λέγεται χρωματικός κορεσμός ή χρωματική πληρότητα

Συνώνυμα

επεξεργασία

λέξεις παρεμφερείς νοηματικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία