καθαρότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθαρότητα < αρχαία ελληνική καθαρότης, από την αιτιατική καθαρότητα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.θaˈɾo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θα‐ρό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθαρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του καθαρού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καθαρότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαθαρότητα θηλυκό