καθαρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καθαρός < αρχαία ελληνική καθαρός>καθαίρω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.θa.ˈɾɔs/ αρσενικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καθαρός, -ή, -ό
- που δεν υπάρχει πάνω του ή μέσα του βρομιά, λεκές, σκόνη, δυσάρεστη οσμή ή κάτι άλλο ανεπιθύμητο
- που δεν είναι αναμειγμένος με άλλες ουσίες
- καθαρό οινόπνευμα, καθαρό χρυσάφι
- που είναι έτοιμος για να χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά
- πήρε ένα καθαρό τετράδιο και ξανάρχισε το διήγημά του από την αρχή
- ευδιάκριτος
- καθαρό τετράδιο: το τετράδιο όπου ο μαθητής γράφει με καθαρά γράμματα τις εργασίες του για να τις ελέγξει ο δάσκαλος (σε αντίθεση με το πρόχειρο
- που δεν βαρύνεται ηθικά ή νομικά με ενοχή ή μετά από έλεγχο προκύπτει ότι δεν υπάρχουν εις βάρος του ενοχοποιητικά στοιχεία
- έχω καθαρή τη συνείδησή μου
- που μετά από αποτοξίνωση δεν έχει κάνει χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ για ικανό χρονικό διάστημα
- αυτός που δεν κάνει, ή έχει καιρό να κάνει ναρκωτικά (κάποιες φορές λέγεται και για άτομα που δεν πήραν ποτέ ναρκωτικά)
Επεξεργασία
- καθαρμός
- καθάρσις
- καθαρτήρ
- καθαρτής
- καθαρτήριον
- καθαρτικό
- κάθαρμα (=ό,τι απορρίπτονταν κατά την καθαρτήριο θυσία ως μολυσμένο που έφερε την αιτία του εγκλήματος· μεταφρ. για ανθρώπους= πρόστυχος)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται : ο άνθρωπος με τιμιότητα και ειλικρίνεια δε φοβάται την κριτική των άλλων
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καθαρός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | καθαρός | καθαρά | καθαρόν | καθαροί | καθαραί | καθαρά |
Γενική | καθαροῦ | καθαρᾶς | καθαροῦ | καθαρῶν | καθαρῶν | καθαρῶν |
Δοτική | καθαρῷ | καθαρᾷ | καθαρῷ | καθαροῖς | καθαραῖς | καθαροῖς |
Αιτιατική | καθαρόν | καθαράν | καθαρόν | καθαρούς | καθαράς | καθαρά |
Κλητική | καθαρέ | καθαρά | καθαρόν | καθαροί | καθαραί | καθαρά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καθαρώ | καθαρά | ||||
Γενική-Δοτική | καθαροῖν | καθαραῖν |
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καθαρός, -ά, -όν