βαρύνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαρύνω < αρχαία ελληνική βαρύνω < βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβαρύνω (παθητική φωνή: βαρύνομαι)
- επιβαρύνω
- (λόγιο) αποδίδω, καταλογίζω
- άλλες μορφές: βαραίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- βαρύνων
- επιβάρυνση
- επιβαρυντικά
- επιβαρυντικός
- επιβαρύνω
- → δείτε τη λέξη βαρύς
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαρύνω | βάρυνα | θα βαρύνω | να βαρύνω | βαρύνοντας | |
β' ενικ. | βαρύνεις | βάρυνες | θα βαρύνεις | να βαρύνεις | βάρυνε | |
γ' ενικ. | βαρύνει | βάρυνε | θα βαρύνει | να βαρύνει | ||
α' πληθ. | βαρύνουμε | βαρύναμε | θα βαρύνουμε | να βαρύνουμε | ||
β' πληθ. | βαρύνετε | βαρύνατε | θα βαρύνετε | να βαρύνετε | βαρύνετε | |
γ' πληθ. | βαρύνουν(ε) | βάρυναν βαρύναν(ε) |
θα βαρύνουν(ε) | να βαρύνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάρυνα | θα βαρύνω | να βαρύνω | βαρύνει | ||
β' ενικ. | βάρυνες | θα βαρύνεις | να βαρύνεις | βάρυνε | ||
γ' ενικ. | βάρυνε | θα βαρύνει | να βαρύνει | |||
α' πληθ. | βαρύναμε | θα βαρύνουμε | να βαρύνουμε | |||
β' πληθ. | βαρύνατε | θα βαρύνετε | να βαρύνετε | βαρύντε | ||
γ' πληθ. | βάρυναν βαρύναν(ε) |
θα βαρύνουν(ε) | να βαρύνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαρύνει | είχα βαρύνει | θα έχω βαρύνει | να έχω βαρύνει | ||
β' ενικ. | έχεις βαρύνει | είχες βαρύνει | θα έχεις βαρύνει | να έχεις βαρύνει | ||
γ' ενικ. | έχει βαρύνει | είχε βαρύνει | θα έχει βαρύνει | να έχει βαρύνει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρύνει | είχαμε βαρύνει | θα έχουμε βαρύνει | να έχουμε βαρύνει | ||
β' πληθ. | έχετε βαρύνει | είχατε βαρύνει | θα έχετε βαρύνει | να έχετε βαρύνει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρύνει | είχαν βαρύνει | θα έχουν βαρύνει | να έχουν βαρύνει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επιβαρύνω, αποδίδω και καταλογίζω