βαρύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαρύς | η | βαριά & βαρεία |
το | βαρύ |
γενική | του | βαριού, βαρύ & βαρέος |
της | βαριάς & βαρείας |
του | βαριού, βαρύ & βαρέος |
αιτιατική | τον | βαρύ | τη | βαριά & βαρεία |
το | βαρύ |
κλητική | βαρύ | βαριά & βαρεία |
βαρύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαριοί & βαρείς |
οι | βαριές & βαρείες |
τα | βαριά & βαρέα |
γενική | των | βαριών & βαρέων |
των | βαριών & βαρειών |
των | βαριών & βαρέων |
αιτιατική | τους | βαριούς & βαρείς |
τις | βαριές & βαρείες |
τα | βαριά & βαρέα |
κλητική | βαριοί & βαρείς |
βαριές & βαρείες |
βαριά & βαρέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρύς
Επίθετο
επεξεργασίαβαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός : βαρύτερος, υπερθετικός : βαρύτατος
- που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
- ⮡ το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
- που έχει μεγάλη πυκνότητα
- ⮡ όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές πιο βαριές από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
- (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
- ⮡ έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
- ⮡ το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
- ⮡ βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
- που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
- ⮡ ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
- (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
- ⮡ οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
- (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
- ⮡ η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
- (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
- ⮡ Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- βαριο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαριο- στο Βικιλεξικό
- βαρεία
- βαριά
- βαριοπούλα
- βαρυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαρυ- στο Βικιλεξικό
- βαρύγδουπος
- βαρύθυμος
- βαρύμαγκας
- βαρύτιμος
- βαριοκόκαλος
- → δείτε τη λέξη βαρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαρύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βαρῠ́ς | ἡ | βαρεῖᾰ | τὸ | βαρῠ́ |
γενική | τοῦ | βαρέος | τῆς | βαρείᾱς | τοῦ | βαρέος |
δοτική | τῷ | (βαρέϊ) βαρεῖ | τῇ | βαρείᾳ | τῷ | (βαρέϊ) βαρεῖ |
αιτιατική | τὸν | βαρῠ́ν | τὴν | βαρεῖᾰν | τὸ | βαρῠ́ |
κλητική ὦ! | βαρῠ́ | βαρεῖᾰ | βαρῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (βαρέες) βαρεῖς | αἱ | βαρεῖαι | τὰ | βαρέᾰ |
γενική | τῶν | βαρέων | τῶν | βαρειῶν ποιητικό: βαρεῶν |
τῶν | βαρέων |
δοτική | τοῖς | βαρέσῐ(ν) | ταῖς | βαρείαις | τοῖς | βαρέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | βαρεῖς | τὰς | βαρείᾱς | τὰ | βαρέᾰ |
κλητική ὦ! | (βαρέες) βαρεῖς | βαρεῖαι | βαρέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαρέε (βαρεῖ) | τὼ | βαρείᾱ | τὼ | βαρέε (βαρεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | βαρέοιν | τοῖν | βαρείαιν | τοῖν | βαρέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) + *-us
Επίθετο
επεξεργασίαβαρύς, -εία, -ύ, συγκριτικός : βαρύτερος, υπερθετικός : βαρύτατος
- βαρύς
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
- ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
- Λοιπόν το αποφασίζω, θα πάω να λούσω το κορμί μου | πέρα στους λειμώνες, εκεί στο περιγιάλι, να το εξαγνίσω | από τον ρύπο, ανίσως και γλιτώσω απ᾽ τη βαριά οργή της Αθηνάς.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
Παράγωγα
επεξεργασία- βαρέως (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία- βαρυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βαρυ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις βαρυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- βαρύς - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- βαρύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.