↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύς η βαριά
βαρεία
το βαρύ
      γενική του βαριού, βαρύ
βαρέος
της βαριάς
βαρείας
του βαριού, βαρύ
βαρέος
    αιτιατική τον βαρύ τη βαριά
βαρεία
το βαρύ
     κλητική βαρύ βαριά
βαρεία
βαρύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαριοί
βαρείς
οι βαριές
βαρείες
τα βαριά
βαρέα
      γενική των βαριών
βαρέων
των βαριών
βαρειών
των βαριών
βαρέων
    αιτιατική τους βαριούς
βαρείς
τις βαριές
βαρείες
τα βαριά
βαρέα
     κλητική βαριοί
βαρείς
βαριές
βαρείες
βαριά
βαρέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρύς

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός:  βαρύτατος

  1. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
    ⮡  το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
  2. που έχει μεγάλη πυκνότητα
    ⮡  όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές πιο βαριές από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
  3. (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
    ⮡  έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
    ⮡  το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
    ⮡  βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
  4. που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
    ⮡  ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
  5. (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
    ⮡  οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
  6. (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
    ⮡  η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
  7. (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
    ⮡  Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαρῠ́ς βαρεῖᾰ τὸ βαρῠ́
      γενική τοῦ βαρέος τῆς βαρείᾱς τοῦ βαρέος
      δοτική τῷ (βαρέϊ) βαρεῖ τῇ βαρείᾳ τῷ (βαρέϊ) βαρεῖ
    αιτιατική τὸν βαρῠ́ν τὴν βαρεῖᾰν τὸ βαρῠ́
     κλητική ! βαρῠ́ βαρεῖᾰ βαρῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (βαρέες) βαρεῖς αἱ βαρεῖαι τὰ βαρέ
      γενική τῶν βαρέων τῶν βαρειῶν
ποιητικό: βαρεῶν
τῶν βαρέων
      δοτική τοῖς βαρέσῐ(ν) ταῖς βαρείαις τοῖς βαρέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς βαρεῖς τὰς βαρείᾱς τὰ βαρέ
     κλητική ! (βαρέες) βαρεῖς βαρεῖαι βαρέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρέε (βαρεῖ) τὼ βαρείᾱ τὼ βαρέε (βαρεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν βαρέοιν τοῖν βαρείαιν τοῖν βαρέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷréh₂us < *gʷreh₂ (βαρύς) +‎ *-us

  Επίθετο

επεξεργασία

βαρύς, -εία, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός:  βαρύτατος

  • βαρύς
    ※  5ος αιώνας πκε, Σοφοκλής, Αἴας, 654-656
    ἀλλ᾽ εἶμι πρός τε λουτρὰ καὶ παρακτίους | λειμῶνας, ὡς ἂν λύμαθ᾽ ἁγνίσας ἐμὰ | μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλύξωμαι θεᾶς·
    Λοιπόν το αποφασίζω, θα πάω να λούσω το κορμί μου | πέρα στους λειμώνες, εκεί στο περιγιάλι, να το εξαγνίσω | από τον ρύπο, ανίσως και γλιτώσω απ᾽ τη βαριά οργή της Αθηνάς.
    Μετάφραση (2012): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία