Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενοχώρια οι στενοχώριες
      γενική της στενοχώριας
    αιτιατική τη στενοχώρια τις στενοχώριες
     κλητική στενοχώρια στενοχώριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στενοχώρια < (ελληνιστική κοινή) στενοχωρία (στενός χώρος)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

στενοχώρια θηλυκό

→ δείτε τη λέξη στεναχώρια

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία