βαριοπούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριοπούλα | οι | βαριοπούλες |
γενική | της | βαριοπούλας | — | |
αιτιατική | τη | βαριοπούλα | τις | βαριοπούλες |
κλητική | βαριοπούλα | βαριοπούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαριοπούλα < βαρι(ά) + -οπούλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαριοπούλα θηλυκό
- (εργαλείο) σφυρί με μεγάλη, βαριά κεφαλή και σχετικά κοντή λαβή, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για σπάσιμο· (κυριολεκτικά) μικρή βαριά
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαριοπούλα