Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριά οι βαριές
      γενική της βαριάς των βαριών
    αιτιατική τη βαριά τις βαριές
     κλητική βαριά βαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άνδρας του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού χρησιμοποιεί βαριά για το σπάσιμο βάσης από μπετόν

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαριά θηλυκό

  • (εργαλείο) βαρύ σφυρί με μακριά λαβή, που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στο σπάσιμο επιφανειών και κατασκευών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

βαριά

  • με βαρύ τρόπο
    1. κοιμάμαι βαριά: κοιμάμαι πολύ βαθιά
    2. σοβαρά (για κάτι πολύ βαρύ όσον αφορά την κατάστασή του ή τις ενδεχόμενες συνέπειες)
      πληγώνομαι βαριά (τα τραύματά μου είναι πολύ σοβαρά)
    3. παίρνω κάτι (πολύ) βαριά: με στενοχωρεί ή με προσβάλλει κάτι πάρα πολύ
       συνώνυμα: το φέρω βαρέως

  Μεταφράσεις επεξεργασία