βαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριά | οι | βαριές |
γενική | της | βαριάς | των | βαριών |
αιτιατική | τη | βαριά | τις | βαριές |
κλητική | βαριά | βαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαριά θηλυκό
- (εργαλείο) βαρύ σφυρί με μακριά λαβή, που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στο σπάσιμο επιφανειών και κατασκευών
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαριά