Δείτε επίσης: βαρέος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρέως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρέως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρέ‐ως
ομόηχο: βαρέος

  Επίρρημα επεξεργασία

βαρέως (τροπικό επίρρημα)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • λανθασμένη γραφή για τη λόγια γενική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του βαρύς, αντί του σωστού βαρέος
    ※  Όσο για το, πολύ συχνό, «βαρέως τύπου», επηρεάζεται από τα πάμπολλα επιρρήματα σε -ως, μεταξύ των οποίων και το ομόγραφό του επίρρημα, που δεν είναι τόσο σπάνιο αφού το βλέπουμε σε φράσεις όπως «ασθενεί βαρέως», «το φέρει βαρέως». Αυτό δεν σημαίνει πως είναι σωστό -λάθος είναι. Η γενική του δύστροπου επιθέτου «βαρύς», όταν δεν είναι «του βαριού», είναι «βαρέος» με λόγιες ιδίως λέξεις (π.χ. βαρέος ύδατος). Σπανιότερα, βρίσκουμε και γενική «του βαρύ» (π.χ. του άντρα του πολλά βαρύ). Βαρέως δεν είναι ποτέ.
    Νίκος Σαραντάκος, «Σεβερνομακεδονικά μεζεδάκια», ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (2 Ιουνίου 2018)· πρόσβαση: 2021-09-27.

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρέως < βαρύς, βαρε- + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

βᾰρέως, συγκριτικός: βαρυτέρως, υπερθετικός:  βαρύτατα

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία