παραθετικά
θετικός heavily
συγκριτικός more heavily
υπερθετικός most heavily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
heavily < heavy + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

heavily (en)

  • βαριά, σε πολύ μεγάλο βαθμό
    ⮡  I eat/drink/walk/sleep heavily.
    Τρώω/πίνω/περπατώ/κοιμάμαι βαριά.
    ⮡  heavily in debt - βαριά χρεωμένος
    ⮡  heavily armed - βαριά οπλισμένος