παραθετικά
θετικός heavy
συγκριτικός heavier
υπερθετικός heaviest

heavy (en)

  1. βαρύς, που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει
    παράδειγμα  The suitcases are heavy, I can’t lift them by myself.
    Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου.
    παράδειγμα  I got tired during the move because we have a lot of heavy furniture.
    Κουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα.
    παράδειγμα  Gold is heavier than silver.
    Το χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι.
    παράδειγμα  The load he was carrying was heavy for him.
    Τον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε.
    παράδειγμα  If the basket is too heavy for you, give it to me.
    Αν σε βαραίνει το καλάθι, δωσ' το μου εμένα.
  2. βαρύς, που είναι περισσότερο ή χειρότερο από το συνηθισμένο σε ποσότητα, βαθμό κτλ.
    παράδειγμα  heavy taxation - βαριά φορολογία
  3. βαρύς, χοντρός, για ένα υλικό ή ουσία που είναι χοντρή
    παράδειγμα  heavy curtains - βαριές κουρτίνες
    παράδειγμα  a heavy coat - χοντρό παλτό
    παράδειγμα  I am wearing heavy clothes because it is winter.
    Φοράω χοντρά ρούχα γιατί είναι χειμώνας.
    παράδειγμα  These clothes are heavy on me, I’ll take them off.
    Με βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω.
  4. βαρύς, για μηχανήματα, οχήματα ή όπλα που είναι μεγάλα και ισχυρά
    παράδειγμα  heavy industry - βαριά βιομηχανία
    παράδειγμα  heavy weapons - βαριά όπλα
    παράδειγμα  heavy artillery - βαρύ πυροβολικό
  5. βαρύς, για τρόφιμα μεγάλης ποσότητας ή πολύ πυκνά
    παράδειγμα  a heavy meal - βαρύ γεύμα
    παράδειγμα  heavy fats/oils - βαριά λίπη/έλαια
    παράδειγμα  The lobster was heavy on my stomach.
    Ο αστακός πέφτει βαρύς στο στομάχι μου./Ο αστακός μου βάρυνε το στομάχι.

Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός heavy
συγκριτικός heavier
υπερθετικός heaviest

heavy (en)

  • βαραίνω
    παράδειγμα  The lie lay heavy on his conscience.
    Το ψέμα βάραινε τη συνείδησή του.