heavy
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | heavy |
συγκριτικός | heavier |
υπερθετικός | heaviest |
heavy (en)
- βαρύς, που έχει κάποιο βάρος, εξαιτίας του οποίου δύσκολα μπορεί κάποιος να τον σηκώσει ή να τον μετακινήσει
The suitcases are heavy, I can’t lift them by myself.
- Οι βαλίτσες είναι βαριές, δεν μπορώ να τις σηκώσω μόνος μου.
I got tired during the move because we have a lot of heavy furniture.
- Κουράστηκα στη μετακόμιση, γιατί είχαμε πολλά βαριά έπιπλα.
Gold is heavier than silver.
- Το χρυσάφι είναι βαρύτερο από το ασήμι.
The load he was carrying was heavy for him.
- Τον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε.
If the basket is too heavy for you, give it to me.
- Αν σε βαραίνει το καλάθι, δωσ' το μου εμένα.
- βαρύς, που είναι περισσότερο ή χειρότερο από το συνηθισμένο σε ποσότητα, βαθμό κτλ.
heavy taxation - βαριά φορολογία
- βαρύς, χοντρός, για ένα υλικό ή ουσία που είναι χοντρή
heavy curtains - βαριές κουρτίνες
a heavy coat - χοντρό παλτό
I am wearing heavy clothes because it is winter.
- Φοράω χοντρά ρούχα γιατί είναι χειμώνας.
These clothes are heavy on me, I’ll take them off.
- Με βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω.
- βαρύς, για μηχανήματα, οχήματα ή όπλα που είναι μεγάλα και ισχυρά
heavy industry - βαριά βιομηχανία
heavy weapons - βαριά όπλα
heavy artillery - βαρύ πυροβολικό
- βαρύς, για τρόφιμα μεγάλης ποσότητας ή πολύ πυκνά
a heavy meal - βαρύ γεύμα
heavy fats/oils - βαριά λίπη/έλαια
The lobster was heavy on my stomach.
- Ο αστακός πέφτει βαρύς στο στομάχι μου./Ο αστακός μου βάρυνε το στομάχι.
Σύνθετα
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | heavy |
συγκριτικός | heavier |
υπερθετικός | heaviest |
heavy (en)
- βαραίνω
The lie lay heavy on his conscience.
- Το ψέμα βάραινε τη συνείδησή του.