heavyweight
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
heavyweight | heavyweights |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
heavyweight (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, αθλητισμός) βαρέων βαρών
- ↪ a heavyweight boxer - πυγμάχος βαρέων βαρών
Δείτε επίσης επεξεργασία
- heavyweight στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- heavyweight - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 157. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάρος