weight
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
weight | weights |
Ετυμολογία επεξεργασία
weight < αγγλοσαξονική wiht , gewiht < πρωτογερμανική wihtiz
Ουσιαστικό επεξεργασία
weight (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το βάρος, πόσο βαρύς είναι κάποιος ή κάτι
- ↪ gross/net weight - μικτό/καθαρό βάρος
- ↪ excess weight - παραπανίσιο βάρος
- ↪ The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
- Το μέγιστο βάρος της βαλίτσας είναι δέκα κιλά.
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- weight - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 157. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάρος