ενικός         πληθυντικός  
weight weights

  Ετυμολογία

επεξεργασία

weight < αγγλοσαξονική wiht , gewiht < πρωτογερμανική wihtiz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

weight (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το βάρος, πόσο βαρύς είναι κάποιος ή κάτι
    ⮡  gross/net weight - μικτό/καθαρό βάρος
    ⮡  excess weight - παραπανίσιο βάρος
    ⮡  The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
    Το μέγιστο βάρος της βαλίτσας είναι δέκα κιλά.
  2. (μη μετρήσιμο) η βαρύτητα, η σημασία, η πέραση
    ⮡  His opinion carries a lot of weight.
    Η γνώμη του έχει μεγάλη βαρύτητα.
    ⮡  These considerations have great weight with me.
    Οι λόγοι αυτοί έχουν μεγάλη σημασία για μένα.
    ⮡  His word carries weight.
    Ο λόγος του έχει πέραση.

Συγγενικά

επεξεργασία