Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
weight weights

  Ετυμολογία επεξεργασία

weight < αγγλοσαξονική wiht , gewiht < πρωτογερμανική wihtiz

  Ουσιαστικό επεξεργασία

weight (en)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το βάρος, πόσο βαρύς είναι κάποιος ή κάτι
    gross/net weight - μικτό/καθαρό βάρος
    excess weight - παραπανίσιο βάρος
    The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
    Το μέγιστο βάρος της βαλίτσας είναι δέκα κιλά.

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία