weigh
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | weigh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | weighs |
αόριστος | weighed |
παθητική μετοχή | weighed |
ενεργητική μετοχή | weighing |
Ρήμα
επεξεργασία- ζυγίζω
- (μεταφορικά) αξιολογώ, ζυγίζω βάση σημαντικότητας, σταθμίζω
- ⮡ I am weighing the pros and the cons.
- Σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά.
- ⮡ I am weighing the pros and the cons.