Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

lightweight < light + weight

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laɪtˈweɪt/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο επεξεργασία

lightweight (en)

  1. ελαφρύς
  2. (πληροφορική) το πρόγραμμα που η λειτουργία του δεν απαιτεί σημαντικούς πόρους (CPU, μνήμη, κλπ.) από τον υπολογιστή

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία