light
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
Επίθετο Επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | light |
συγκριτικός | lighter |
υπερθετικός | lightest |
light (en)
Επίρρημα Επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | light |
συγκριτικός | lighter |
υπερθετικός | lightest |
light (en)
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
light | lights |
light (en)
- (φυσική) το φως, ακτινοβολία που εκπέμπει ένα σώμα στο ορατό φάσμα και που διακρίνεται με τον οφθαλμό
- ↪ sunlight - φως του ήλιου
- το φως, το φωτιστικό, η σκευή φωτισμού
- (μεταφορικά) το φως (πληροφόρηση, γνώση)
- ↪ Could you shed some light on the issue?
- Μπορείς να ρίξεις λίγο φως στο θέμα;
- ↪ Could you shed some light on the issue?
- το φως (δημοσιότητα)
- ↪ Today, the content of the controversial letter came to light.
- Βγήκε στο φως σήμερα το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής.
- ↪ Today, the content of the controversial letter came to light.
Εκφράσεις Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
ενεστώτας | light |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lights |
αόριστος | lit, lighted |
παθητική μετοχή | lit, lighted |
ενεργητική μετοχή | lighting |
light (en)
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- Λήμματα με τον όρο 'light' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'light' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές Επεξεργασία
- light (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- light (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- light (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- light (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 955-956. ISBN 9780194325684., λήμμα: φως