ανάλαφρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάλαφρος < ανά- και αλαφρός < μεσαιωνική ελληνική ἀλαφρός
Επίθετο
επεξεργασίαανάλαφρος
- ο ελαφρύς
- Έχει ανάλαφρο περπάτημα
- ο ελαφρύς στη συμπεριφορά, όχι ανόητος, αλλά γενικά όχι βαρύς
- Είναι ανάλαφρος άνθρωπος, δεν θέλει να σε κουράζει με βαθυστόχαστα αλλά ούτε να κουράζεται κι αυτός
- ανάλαφρος στοχαστής
- ο ήπιος, όχι έντονος, ίσα που τον καταλαβαίνεις
- Μας δρόσισε λίγο ένα ανάλαφρο αεράκι