Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάλαφρος η ανάλαφρη το ανάλαφρο
      γενική του ανάλαφρου της ανάλαφρης του ανάλαφρου
    αιτιατική τον ανάλαφρο την ανάλαφρη το ανάλαφρο
     κλητική ανάλαφρε ανάλαφρη ανάλαφρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάλαφροι οι ανάλαφρες τα ανάλαφρα
      γενική των ανάλαφρων των ανάλαφρων των ανάλαφρων
    αιτιατική τους ανάλαφρους τις ανάλαφρες τα ανάλαφρα
     κλητική ανάλαφροι ανάλαφρες ανάλαφρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάλαφρος < ανά- και αλαφρός < μεσαιωνική ελληνική ἀλαφρός

  Επίθετο επεξεργασία

ανάλαφρος

  1. ο ελαφρύς
    Έχει ανάλαφρο περπάτημα
  2. ο ελαφρύς στη συμπεριφορά, όχι ανόητος, αλλά γενικά όχι βαρύς
    Είναι ανάλαφρος άνθρωπος, δεν θέλει να σε κουράζει με βαθυστόχαστα αλλά ούτε να κουράζεται κι αυτός
    ανάλαφρος στοχαστής
  3. ο ήπιος, όχι έντονος, ίσα που τον καταλαβαίνεις
    Μας δρόσισε λίγο ένα ανάλαφρο αεράκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία