Δείτε επίσης: ἔντονος

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έντονος η έντονη το έντονο
      γενική του έντονου της έντονης του έντονου
    αιτιατική τον έντονο την έντονη το έντονο
     κλητική έντονε έντονη έντονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έντονοι οι έντονες τα έντονα
      γενική των έντονων των έντονων των έντονων
    αιτιατική τους έντονους τις έντονες τα έντονα
     κλητική έντονοι έντονες έντονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έντονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντονος < ἐντείνω < ἐν- + τείνω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈen.do.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ντο‐νος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

έντονος, -η, -ο

  1. που έχει ένταση και δύναμη
    έντονος πόνος / έντονη φωνή
  2. που γίνεται με δύναμη, οξύτητα, επιθετικότητα
    έντονη κίνηση / συζήτηση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία