οξύτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οξύτητα | οι | οξύτητες |
γενική | της | οξύτητας | των | οξυτήτων |
αιτιατική | την | οξύτητα | τις | οξύτητες |
κλητική | οξύτητα | οξύτητες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οξύτητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοξύτητα Μετρήσιμη ιδιότητα των διαλυμάτων, η οποία εκφράζει το πόσο όξινο είναι ένα διάλυμα.