Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɥi.te/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acuité acuités

acuité (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία