acuité visuelle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
acuité visuelle | acuités visuelles |
acuité visuelle (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acuité visuelle | acuités visuelles |
acuité visuelle (fr) θηλυκό