Ουσιαστικό

επεξεργασία

violence (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βία
    ⮡  The new law concerns violence in schools.
    Ο νέος νόμος αφορά τη βία στα σχολεία.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
violence violences

violence (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία